Την ίδια εποχή
που οι σφαίρες σκοτώναν
μια φωνή σιγανή
να ρωτάει γιατί
και όταν στη γη
οι ζωντανοί ανταμώναν
με μια πνοή
προσπερνούσε η στιγμή.
Με αυτή τη σειρά
οι αιώνες περνούσαν
δεν ξέρω πολλά
αυτά μου λέει η καρδιά
και μια σκιά
όλα τα χείλη φιλούσαν
δεν ήταν παρά
οφθαλμαπάτης γωνιά.
Την ίδια εποχή
οι ματιές δεν γυαλίζαν
ένα βλέμμα καρφί
σε υπνηλίας σκηνή
και ήσουν εκεί
όταν οι φόβοι θερίζαν
κρατούσες σπαθί
σε μια φωλιά μυστική.
Χωρίς διαφυγή
η ιστορία κυλούσε
ώσπου να μπει
η σπίθα στο κελί
στη φυλακή
πλέον ασφυκτιούσε
έτσι η ζωή
από σχισμάδα θα βγει.
Την ίδια εποχή
οι γραμματείς αφηνιάζαν
ειρωνεία χολή
να στάζει η φωνή
χωρίς αφορμή
οι φαρισαίοι ουρλιάζαν
για να μείνει κρυφή
η “έξοδος” αυτή.